- λεπτοσώμων
- λεπτόσωμοςwith thinmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωγωνοφόρος — α, ο / πωγωνοφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που… … Dictionary of Greek
σουρικάτα — η, Ν ζωολ. γένος λεπτόσωμων σκαπτικών σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας βιβερρίδες, με μοναδικό είδος το Suricata suricata που απαντά στις ξηρές ημιερημικές περιοχές τής Αφρικής, σε υπόγειες στοές, όπου και διανυκτερεύει … Dictionary of Greek
σφαιροκέφαλος — ο, Ν ζωολ. λόγια απόδοση στην ελληνική τού γένους λεπτόσωμων δελφινιών globicephala, τής οικογένειας δελφινίδες, με 1 3 είδη που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, εκτός τών πολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. globicephale < globi … Dictionary of Greek
τραχύπτερος — ο, Ν ζωολ. γένος λεπτόσωμων θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας τραχυπτερίδες που χαρακτηρίζονται από επίμηκες πλευρικά πεπιεσμένο σώμα μήκους μέχρι 2,5 μέτρων, μικρό κεφάλι με στενό στοματικό άνοιγμα και ασθενή οδόντωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek